μπουφούνος

μπουφούνος
ο
βλ. μπουφόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπουφουνιά — μπουφουνιά, ἡ (Μ) [μπουφούνος] (αστεϊσμός, ανόητος λόγος …   Dictionary of Greek

  • μπουφούνα — η (Μ μπουφούνα) [μπουφούνος] (υβριστικά) ανόητη, γελοία γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • μπουφόνος — και μπουφοῡνος, δ (Μ) μίμος, γελωτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bufon ή < ιταλ. buffone < μσν. λατ. bufo, onis < λατ. bufo «φρύνος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”